- κάναβη
- και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, -εως)1. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο είδος2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής μάλλον ή θρακικής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείεται και μεσοποταμιακή καταγωγή της (πρβλ. σουμερ. kunibu «κάνναβις»). Το λατ. cannabis είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.